- ρετούς
- το, Νάκλ. το ρετουσάρισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. retouche (βλ. ρετουσάρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρετούς — το (λ. γαλλ.), άκλ., και ρετουσάρισμα, το ατος, επεξεργασία, ιδιαίτερα φωτογραφικής πλάκας: Η φωτογραφία θα αργήσει λίγο, γιατί θα της κάνω ρετουσάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)